- βοικος
- βοϊκός3Diod. = βοεικός См. βοεικος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βοεικός — και βοϊκός, ή, όν (Α) ο βόειος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βοεικός < βόειος, με επίθημα κ κατά τα επίθετα σε κός (ιππικός), ενω ο μτγν. τ. βοϊκός < βους (βοός)] … Dictionary of Greek